-
1 делить
делить 1) διαιρώ 2) (что-л. с кем-л.) μοίραζα); διανέμω, κατανέμω (распределять) \делиться 1) (на части) διαιρούμαι, μοιράζομαι 2) (чем -л.) μοιράζομαι; \делиться впечатлениями λέω τις εντυπώσεις μου* * *1) διαιρώ2) (что-л. с кем-л.) μοιράζω; διανέμω, κατανέμω ( распределять) -
2 делиться
1) ( на части) διαιρούμαι, μοιράζομαι2) (чем-л.) μοιράζομαιдели́тьсяся впечатле́ниями — λέω τις εντυπώσεις μου
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek